- μωροφανής
- μωροφανής, -ές (Α)1. ολοφάνερα μωρός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μωροφανέςολοφάνερη μωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)-* (< μωρός) + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάνην, αόρ. τού φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο-φανής, χρυσοφανής].
Dictionary of Greek. 2013.